- χολοκυστίτιδα
- [-τίτις (-ιδος)] η воспаление жёлчного пузыря, холецистит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χολοκυστίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τής χοληδόχου κύστεως, σε συνδυασμό, τις περισσότερες φορές, με χολολιθίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholecystite < χολή + κύστη + κατάλ. ίτιδα*] … Dictionary of Greek
χολοκυστίτιδα — η φλεγμονή της χοληδόχου κύστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιθιασικός — ή, ό [λιθίαση] ιατρ. 1. σχετικός με τη λιθίαση («λιθιασική χολοκυστίτιδα») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που πάσχει από λιθίαση 3. φρ. «λιθιασική διάθεση» η τάση τού οργανισμού να σχηματίζει συγκρίματα, δηλαδή λίθους, σε διάφορα κοίλα όργανα … Dictionary of Greek
τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… … Dictionary of Greek